κλαδέων

κλαδέων
κλαδάω
shake
pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)
κλαδέω
pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλαδεών — κλαδεών, ῶνος, ὁ (Α) [κλάδος (Ι)] κλάδος …   Dictionary of Greek

  • κλαδεών — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλαδέων — Κλάδεος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδεῶνας — κλαδεών masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδεῶνες — κλαδεών masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδεῶνι — κλαδεών masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδεῶσι — κλαδεών masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδεῶσιν — κλαδεών masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”